σιαγόνα

σιαγόνα
η / σιαγών, -όνος, ΝΜΑ, και σε πάπ. σεαγών και συαγών, και ιων. τ. σιηγών, Α
καθένα από τα οστά τού προσώπου που σχηματίζουν το στόμα και φέρουν τα δόντια, η γνάθος, το σαγόνι
νεοελλ.
1. τεχνολ. τα κινητά μέρη σφιγκτήρα, τανάλιας ή λαβίδας που πιάνουν και σφίγγουν τα προς κατεργασία αντικείμενα
2. (κατ' επέκτ.) το πιγούνι
μσν.-αρχ.
η παρειά, το μάγουλο («ὅστις σὲ ραπίσει ἐπὶ τὴν δεξιὰν σιαγόνα», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, που τελικά αντικαταστάθηκε από την λ. γνάθος*. Η λ. εμφανίζει επίθημα -ων τών ονομασιών τών μελών τού σώματος (πρβλ. ἀγκ-ών, λαγ-ών, πυγ-ών) και συνδέεται πιθ. με τους εκφραστικούς σχηματισμούς ψίω «τρέφω, ταΐζω», ψίομαι «μασώ», ενώ αμφίβολη θεωρείται η σύνδεσή της με τους τ. που παραδίδει ο Ησύχ. ψιάζει και ψίακα. Για την εναλλαγή ψ / σ, που κατά μία άποψη οφείλεται σε απλοποίηση, πρβλ. ψαυκρόν: σαυκρόν, ψελλίζομαι: σελλίζομαι, ψώχω: σώχω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σιαγόνα — σιαγόνα, η και σιαγόνι, το βλ σαγόνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σιαγόνα — σιᾱγόνα , σιαγών jaw bone fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Differences between codices Sinaiticus and Vaticanus — Codex Sinaiticus and Codex Vaticanus, two of great uncial codices, representatives of the Alexandrian text type, are considered excellent manuscript witnesses of the text of the New Testament. Most critical editions of the Greek New Testament… …   Wikipedia

  • καγκουρό — Κοινή ονομασία διαφόρων θηλαστικών της οικογένειας των μακροποδιδών, της τάξης των μαρσιποφόρων. Με τη στενή έννοια της λέξης, ορίζονται ως κ. τα μεγάλα είδη του γένους Μacropus, που είναι διαδεδομένα στην Αυστραλία, στην Τασμανία και σε ορισμένα …   Dictionary of Greek

  • κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… …   Dictionary of Greek

  • μαστόδοντα — Ομάδα προβοσκιδωτών θηλαστικών που έχουν εκλείψει. Πρωτοεμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια της μειόκαινου εποχής και έζησαν έως και την πλειστόκαινο. Τα μ. ήταν προσαρμοσμένα σε ψυχρά κλίματα και ο κύριος εκπρόσωπός τους ήταν το γένος Mastodon ήMammut …   Dictionary of Greek

  • σιαγονικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σιαγόνα, γναθιαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιαγόνα. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο] …   Dictionary of Greek

  • μέγγενη — Συσκευή που συγκρατεί γερά ένα αντικείμενο κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας του με το χέρι ή με μηχάνημα. Κατασκευάζεται από μαλακό χάλυβα και τοποθετείται σε ένα τραπέζι ή πάνω στη βάση μιας εργαλειομηχανής. Τα βασικά της εξαρτήματα είναι η… …   Dictionary of Greek

  • MAXILLA Asini recens occisi — Samsoni pro telo, Iudicum c. 15. v. 15. Ille enim e manu Philistaeorum elapsus, ruptis vinculis, quibus captivus detinebatur, cum incidisset in maxillam, eâ arreptâ, mille viros ex iis interfecit. Erat autem illa recens, cuius ossa adhuc succida… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”